ατσαλόπετρα — η ο πυριτόλιθος (ποικιλία του χαλαζία) … Dictionary of Greek
κερατόλιθος — Πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, που σχηματίζεται μέσα στη θάλασσα. Η προέλευσή του είναι χημική ή οργανογενής (πιθανότατα από τη διαγένεση των διατόμων του πλαγκτόν της θάλασσας). Το χρώμα του είναι τεφρό, μαύρο ή ερυθρωπό. Ο κ. αποτελείται από… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
πυρεκβόλιο — το, Ν χαλύβδινο εξάρτημα τών παλαιών εμπροσθογεμών όπλων στο οποίο προσέκρουε ο πυριτόλιθος και μετέδιδε τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. πυρεκβόλιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
πυρόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) ο πυριτόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] … Dictionary of Greek
τουφεκόπετρα — η, Ν πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα που χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τουφέκια για να ανάψει το μπαρούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + πέτρα] … Dictionary of Greek
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek
πυρόλιθος — ο (ορυκτ.), ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία, που βγάζει σπίθες όταν χτυπιέται, αλλ. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα, στουρναρόπετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακμακόπετρα — η 1. η πέτρα του τσακμακιού. 2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)