πυριτόλιθος

πυριτόλιθος
ο, Ν
(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία τού διοξειδίου τού πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή τού χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατσαλόπετρα — η ο πυριτόλιθος (ποικιλία του χαλαζία) …   Dictionary of Greek

  • κερατόλιθος — Πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, που σχηματίζεται μέσα στη θάλασσα. Η προέλευσή του είναι χημική ή οργανογενής (πιθανότατα από τη διαγένεση των διατόμων του πλαγκτόν της θάλασσας). Το χρώμα του είναι τεφρό, μαύρο ή ερυθρωπό. Ο κ. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • πυρεκβόλιο — το, Ν χαλύβδινο εξάρτημα τών παλαιών εμπροσθογεμών όπλων στο οποίο προσέκρουε ο πυριτόλιθος και μετέδιδε τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. πυρεκβόλιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) ο πυριτόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

  • τουφεκόπετρα — η, Ν πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα που χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τουφέκια για να ανάψει το μπαρούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιθος — ο (ορυκτ.), ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία, που βγάζει σπίθες όταν χτυπιέται, αλλ. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα, στουρναρόπετρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακμακόπετρα — η 1. η πέτρα του τσακμακιού. 2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”